ἀδελφεός

ἀδελφεός
Grammatical information: m.
Meaning: `brother' (Il.)
Other forms: Att. ἀδελφός, Cret. αδευπιος.
Derivatives: ἀδελφιδέος, -δέη, Att. -δοῦς, -δῆ `nephew', `niece'. ἀδελιφήρ· ἀδελφεός, Λάκωνες H. will be contamination with φράτηρ.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: With α copulativum (*sm̥- `one') and a word for `womb', cf. H.: ἀδελφοί οἱ ἐκ τῆς αὑτῆς δελφύος γεγονότες. δελφὺς γὰρ ἡ μήτρα. The -ε- cannot be from -εϜ- (Cret. -ιος); -eio-, of the adj. of material, Wackernagel Unt. 52f. From an expression *φράτηρ ἀδελφεός, as in Skt. sagarbhya- (cf. ὁμογαστριος). Att. ἀδελφός from contracted forms like ἀδελφοῦ \< -εοῦ. As the inherited word for `brother', φράτηρ, got primarily a religio-political meaning (cf. φράτρα, φρατρία), and perhaps also because the word could also be used for other members of the family of the same stage, like nephews, a term for the brother proper was needed. One has thought that the word derived from pre-Greek societies with mother-right (Kretschmer Glotta 2, 201ff.), but it may have been created in a society with concubines (παλλακή; Gonda Mnem. 15 (1962) 390-2).
See also: δελφύς
Page in Frisk: 1,19

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀδελφεός — ἀδελφός son of the same mother masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην …   Dictionary of Greek

  • gʷelbh- —     gʷelbh     English meaning: womb; young of animal     Deutsche Übersetzung: “Gebärmutter; Tierjunges”     Material: O.Ind. gárbha ḥ, Av. garǝwa “womb, Leibesfrucht”, gǝrǝbuš n. “Tierjunges”; O.Ind. sá garbhya ḥ “eodem utero natus” (= Gk.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • μητραδελφεός — και δωρ. τ. ματραδελφεός, ὁ (α) μητράδελφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ἀδελφεός, ιων. και δωρ. τ. τού άδελφός] …   Dictionary of Greek

  • παρέκταση — η / παρέκτασις, άσεως, ΝΑ [παρεκτείνω] 1. προσθήκη τμήματος σε ένα σύνολο για να συμπληρωθεί ή να επιμηκυνθεί, έκταση σε μήκος, επέκταση, επιμήκυνση («χρονικὴ παρέκτασις», Σέξτ. Εμπ.) 2. γραμμ. η επαύξηση τού συνολικού αριθμού τών συλλαβών μιας… …   Dictionary of Greek

  • στανιό — το, Ν 1. ως επίθ. ακούσιος, αυτός που γίνεται παρά τη θέληση κάποιου («στανιό στεφάνι» γάμος ακούσιος, με εξαναγκασμό) 2. εξαναγκασμός, καταναγκασμός, ζόρι 3. φρ. «με το στανιό» ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”